- ταλασίφρων
- ταλασί-φρων (root ταλ, φρήν): stouthearted; epith. esp. of Odysseus.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ταλασίφρων — patient of mind masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασίφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. ο ταλάφρων* («ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος, γενναιόψυχος («Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο πολλά», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ταλάφρων] … Dictionary of Greek
ταλασίφρονα — ταλασίφρων patient of mind masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασίφρονες — ταλασίφρων patient of mind masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασίφρονι — ταλασίφρων patient of mind masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασίφρονος — ταλασίφρων patient of mind masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάφρων — και ταλαίφρων και ταλασίφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός 2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ.… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek